Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

силы - τις δυνάμεις

  • 1 прилагать

    1. (приближать вплотную, дожить на что-л.) βάζω, θέτω, ενώνω 2. (присоединять) (επι)συνάπτω 3. (направлять действие чего-л. на что-л.) βάζω, καταβάλλω
    - силы - τις δυνάμεις.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прилагать

  • 2 уравновешивать

    αντισταθμίζω, ζυγοσταθμίζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уравновешивать

  • 3 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 4 развернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•

    бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•

    развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•

    деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).

    || ανοίγω•

    развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•

    развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).

    2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•

    развернуть плечи ισώνω τους ώμους.

    3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•

    развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.

    4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•

    развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.

    5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.
    6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•

    развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•

    он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•

    развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.

    7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•

    развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.

    1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•

    книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•

    покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.

    2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•

    полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.

    3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.
    4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).
    φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.
    5. αναπτύσσομαι πολύ.
    6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.
    7. (απλ.) βλ. размахнуться.

    Большой русско-греческий словарь > развернуть

  • 5 собрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. собрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. собранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω•

    собрать людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους•

    собрать стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι•

    собрать в кучу συσσωρεύω•

    собрать грибы μαζεύω μανιτάρια•

    собрать сведения συγκεντρώνω πληροφορίες.

    2. τακτοποιώ• ετοιμάζω•

    собрать чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα-- в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτηταγια το δρόμο. собрать обед ετοιμάζω το γεύμα•

    собрать стол στρώνω το τραπέζι (για φαγητό).

    4. διπλώνω, πτυχώνω• ρυτιδώνω.
    5. συναρμολογώ, μοντάρω.
    6. συλλέγω•

    собрать коллекцию марок συλλέγωγραμματόσημα.

    7. συγκομίζω•

    собрать огурцы μαζεύωαγγουράκια•

    собрать виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)•

    собрать урожай μαζεύω τη σοδειά.

    8. εντείνω•

    собрать все свой силы συγκεντρώνω όλες μουτις δυνάμεις.

    1. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι,• συνέρχομαι. || συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω.
    2. συλλέγομαι.
    3. διπλώνομαι• ρυτιδώνομαι.
    4. ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). || σκοπεύω, προτίθεμαι•

    мой брат -лся жениться ο αδερφός μου σκοπεύει να παντρευτεί.

    5. εξασφαλίζομαι•

    собрать с деньгами εξασφαλίζομαι από χρήματα•

    собрать со средствами εξασφαλίζομαι από μέσα.

    6. εντείνω (τις δυνάμεις κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    собрать с духом – α) παίρνωανάσα, ξεκουράζομαι από το τρέξιμο, β) αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος• συνέρχομαι•
    собрать с мыслями – συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέψη μου.

    Большой русско-греческий словарь > собрать

  • 6 возвратить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ащённый, βρ: -щен, -щена, -щено, ρ.σ.μ.
    1. επιστρέφω, αποδίνω, επαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    возвратить взятые взаймы деньги επιστρέφω τα δανικά χρήματα, που πήρα•

    возвратить пленных επιστρέφω τους αιχμαλώτους.

    2. (επ)ανακτώ•

    возвратить силы επανακτώ τις δυνάμεις•

    возвратить здоровье επανακτώ την υγεία.

    3. γυρίζω υποχρεώνω να γυρίσει, να επιστρέψει•

    возвратить гонца с дороги γυρίζω τον αγγελιοφόρο από το δρόμο.

    εκφρ.
    возвратить к жизни – επαναφέρω στη ζωή.
    1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω, ξανάρχομαι, επανακάμπτω.
    2. (επ)ανακτιέμαι, επανέρχομαι•

    сознание у больного -лось ο άρρωστος επανέκτησε τις αισθήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > возвратить

  • 7 испытать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испытанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. δοκιμάζω•

    -новый станок δοκιμάζω την καινούρια εργατομηχανή•

    испытать свой силы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου•

    испытать верность, δοκιμάζω την πίστη.

    2. αισθάνομαι, νοιώθω•

    испытать угрызения обвести αισθάνομαι τύψη της συνείδησης•

    испытать голод νοιώθω πείνα.

    3. υποφέρω, περνώ•

    испытать последствия... δοκιμάζω τις συνέπειες... испытать все мытарства υποφέρω όλα τα βάσανα.

    Большой русско-греческий словарь > испытать

  • 8 выматывать

    выматывать
    несов (изнурять) ἐξαντλώ, κατατρύχω, ταλαιπωρώ, ἐξασθενίζω:
    \выматывать все силы у кого́-л. ἐξαντλῶ ὀλες τίς δυνάμεις κάποιου· ◊ \выматывать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή.

    Русско-новогреческий словарь > выматывать

  • 9 девать

    дева||ть
    несов
    1. (запрятать, потерять) βάζω, θέτω, τοποθετῶ/ χώνω (засунуть):
    куда я \деватьл свои́ очки? ποῦ ἐβαλα (или Εχωσα) τά γυαλιά μου;·
    2. (израсходовать, потратить):
    он не знает, куда \девать свой силы δέν ξέρει ποῦ νά χρησιμοποιήσει τίς δυνάμεις του· он не знает, куда \девать свой деньги δέν ξέρει τί νά τά κάνει τά χρήματα του.

    Русско-новогреческий словарь > девать

  • 10 изматывать

    изматывать
    несов разг ἐξαντλώ, καταπονώ, τσακίζω:
    \изматывать нервы τσακίζω τά νεύρα· \изматывать свои́ силы ἐξαντλώ τίς δυνάμεις μου.

    Русско-новогреческий словарь > изматывать

  • 11 испытывать

    испытывать
    несов
    1. (проверять) δοκιμάζω, κάνω δοκιμή:
    \испытывать самолет δοκιμάζω ἀεροπλάνο· \испытывать свой силы δοκιμάζω τίς δυνάμεις μου·
    2. (ощущать) αἰσθάνομαι, δοκιμάζω, νοιώθω:
    \испытывать радость δοκιμάζω χαρά· \испытывать страх αἰσθάνομαι φόβο· \испытывать отвращение αίσθάνομαι ἀπέχθεια· \испытывать удовольствие νοιώθω Ικανοποίηση.

    Русско-новогреческий словарь > испытывать

  • 12 напрягать

    напрягать
    несов прям., перен ἐντείνω, τεντώνω:
    \напрягать все силы ἐντείνω ὅλες τίς δυνάμεις μου· \напрягать внимание ἐντείνω χήν προσοχή.

    Русско-новогреческий словарь > напрягать

  • 13 отдавать

    отдавать
    несов
    1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·
    2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·
    3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:
    \отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:
    (помещать) τοποθετώ, βάζω:
    \отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·
    5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·
    6. мор.:
    \отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·
    7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:
    бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι.

    Русско-новогреческий словарь > отдавать

  • 14 перенапрягать

    перенапрягать
    несов ὑπερεντείνω:
    \перенапрягать силы ὑπερεντείνω τις δυνάμεις μου.

    Русско-новогреческий словарь > перенапрягать

  • 15 переоценивать

    переоценивать
    несов, переоценить сов
    1. (давать слишком высокую оценку) ὑπερτιμῶ:
    \переоценивать» свой силы ὑπερτιμώ τίς δυνάμεις μου·
    2. (заново оценивать) ἐκ-τιμῶ ἐκ νέορ.

    Русско-новогреческий словарь > переоценивать

  • 16 подкреплять

    подкрепл||ять
    несов
    1. (едой, питьем и т. п.) τονώνω, (έν)δυναμώνω, ἐνισχύω:
    \подкреплятьять свой силы (здоровье) τονώνω τίς δυνάμεις μου (τήν ὑγεία μου)·
    2. (доказательствами) στηρίζιο. ἐπιβεβαιώνω.

    Русско-новогреческий словарь > подкреплять

  • 17 собирать

    собира||ть
    несов
    1. μαζεύω, συλλέγω:
    \собирать цветы μαζεύω λουλούδια· \собирать урожай μαζεύω τή σοδειά· \собирать деньги μαζεύω (или συνάζω) χρήματα· \собирать членские взносы μαζεύω (или συλλέγω) συνδρομές· \собирать коллекцию κά(μ)νω συλλογή[ν], συλλέγω·
    2. (созывать) συγκεντρώνω, μαζεύω·
    3. (машину и т. п.) συναρμολογώ, μοντάρω·
    4. (снаряжать в путь) ἐτοιμάζω·
    5. (делать сборки) μαζεύω· ◊ \собирать большинство́ голосов συγκεντρώνω τήν πλειοψηφία· \собирать все свой силы συγκεντρώνω ὅλες τίς δυνάμεις· μου· \собирать на стол στρώνω τό τραπέζι.

    Русско-новогреческий словарь > собирать

  • 18 дробить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дробленный, βρ: -лен, -лена, -лею.
    1. σπάζω, θραύω.
    2. μτφ. διαμερώ, διαιρώ σε μέρη, τεμάχια, κομματιάζω, χωρίζω• διασπώ•

    дробить вопрос χωρίζω (κατατέμνω) το ζήτημα σε μέρη•

    дробить силы διασπώ τις δυνάμεις.

    3. χτυπώ διακοφτά και συχνά.
    θραύομαι, σπάζω, διαμερίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > дробить

  • 19 истратить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истраченный ρ.σ.μ. ξοδεύω, δίαπανώ•

    все деньги ξοδεύω όλα τα χρήματα•

    истратить все силы καταναλώνω όλες τις δυνάμεις•

    истратить здоровье καταστρέφω την υγεία.

    ξοδεύομαι, δαπανώμαι• καταναλώνομαι. || καταξοδεύομαι•

    за этот месяц я -лся αυτό το μήνα καταξοδεύτηκα.

    Большой русско-греческий словарь > истратить

  • 20 мерить

    -рю, -ришь
    κ. (απλ.) мерять, -яю, -яешь
    ρ.δ.μ.
    1. μετρώ, καταμετρώ•

    мерить температуру μετρώ τη θερμοκρασία•

    мерить глубину μετρώ το βάθος.

    || μτφ. προσδιορίζω, υπολογίζω, εκτιμώ•

    мерить силы врага εκτιμώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    || μτφ. βαδίζω, βηματίζω, διανύω,πηγαινοέρχομαι.
    2. προβάρω, κάνω πρόβα, δοκιμάζω.
    εκφρ.
    мерить вёрсты – μετρώ τα βέρστια(διανύω μεγάλες αποστάσεις)•
    мерить глазами (взглядом, взором) – μετρώ (εκτιμώ) με το μάτι•
    мерить тою же мерою (ή в ту же -у) – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα).
    1. μετριέμαι, αντιμετριέμαι, παραβγαίνω• αλληλομετριέμαι.
    2. μετρώ το ύψος μου.

    Большой русско-греческий словарь > мерить

См. также в других словарях:

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… …   Православная энциклопедия

  • Занятие ущелья Клисура — Итало греческая война …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»